- πεντηκονθήμερος
- -η, -ο / πεντηκονθήμερος, -ον, ΝΑαυτός που διαρκεί πενήντα ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ημερών («πεντηκονθήμερος προθεσμία», Διον. Αλ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πεντηκονθήμεροχρονικό διάστημα πενήντα ημερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.